- καταθαλαττίζει
- καταθαλασσίζει , κατά-θαλασσίζωresemble sea-waterpres ind mp 2nd sgκαταθαλασσίζει , κατά-θαλασσίζωresemble sea-waterpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταθαλαττίζω — (Μ) κατακλύζω κάτι με νερό («καταθαλαττίζει ὁ Νεῑλος τὴν Αἴγυπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θαλαττίζω (< θάλαττα)] … Dictionary of Greek